- σαιξπηρικός
- η , ό[ν] шекспировский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαιξπηρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Άγγλο δραματικό ποιητή Σαίξπηρ (α. «σαιξπηρικό θέατρο» β. «σαιξπηρικά δράματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαίξπηρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
κλόουν — (clown). Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για να χαρακτηρίσει έναν τύπο καλλιτέχνη, κωμικό και ακροβάτη, που εμφανίζεται στο τσίρκο ή, σπανιότερα, στα θέατρα με ποικίλο πρόγραμμα και στα μιούζικ χολ. Ο κ., στον οποίο λανθασμένα… … Dictionary of Greek
σαιξπήρειος — α, ο, Ν σαιξπηρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαίξπηρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Ν. Μ. Δαμιράλη] … Dictionary of Greek
Μάκλιν, Τσαρλς — (Charles Macklin, 1697; – Λονδίνο 1797). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιρλανδού ηθοποιού και θεατρικού συγγραφέα Τσαρλς Μακ Λάφλιν (Charles MacLaughlin). Σαιξπηρικός ηθοποιός, έπαιξε στο θέατρο Drury Lane με τον Γκάρικ· ερμήνευσε αξιόλογα τον Μάκβεθ … Dictionary of Greek